ἐθελουργέω-ῶ

ἐθελουργός

ἐθελούσιος
ἐθελουργός, ός, όν, qui travaille de bonne volonté, courageux, Xén. Eq. 10, 17 ; El. N.A. 4, 43 ; 6, 49.
Étym. ἐθέλω, ἔργον.