ἐθελουργός

ἐθελούσιος

ἐθελουσίως
ἐθελούσιος, α, ον :
1 qui agit volontairement, Xén. Cyr. 4, 2, 11, etc. ||
2 qui dépend de la volonté, Xén. Cyr. 5, 1, 10.
Étym. ἐθέλω.