ἐτνοδόνος

ἔτνος

ἑτοιμάζω
ἔτνος, εος-οῦς (τὸ) purée de légumes, Hpc. 405, 30 ; Ar. Ran. 62, etc. ; Plat. Hipp. ma. 290d ; au pl. Call. fr. 178.