ἐτήσιος

ἐτητυμία

ἐτήτυμος
*ἐτητυμία, seul. ion. ἐτητυμίη, ης () [] vérité, Anth. 9, 771 ; Nonn. Jo. 7, 69 ; Max. π. κατ. 462.
Étym. ἐτήτυμος.