Εὐαιμονίδης

εὐαιμορράγητος

Εὐαίμων
εὐ·αιμορράγητος, ος, ον [] sujet aux hémorrhagies, Gal. 2, 279d ; P. Eg. 156 Briau.
Étym. εὖ, αἱμορραγέω.