εὐαρεστικός

εὐάρεστος

εὐαρέστως
εὐ·άρεστος, ος, ον [] qui plaît, agréable : τινι, Spt. Sap. 4, 10 ; NT. 2 Cor. 5, 9 ; παρά τινι, Spt. Sap. 9, 10 ; πρός τινα, Clém. 882, à qqn ; τὸ εὐάρεστον, NT. Rom. 12, 2, c. εὐαρέστησις.
Étym. εὖ, ἀρέσκω.