εὐάρεστος

εὐαρέστως

εὐαρίθμητος
εὐαρέστως [] adv. d’une façon agréable, NT. Hebr. 12, 28 ; εὐαρεστοτέρως ἔχειν, Xén. Mem. 3, 5, 5, se rendre plus agréable.