εὐαρέστως

εὐαρίθμητος

εὔαρκτος
εὐ·αρίθμητος, ος, ον [] facile à compter, peu nombreux, Hpc. Acut. 383 ; Xén. Hipp. 5, 5 ; Plat. Ap. 40d, Conv. 179c.
Étym. εὖ, ἀριθμέω.