Εὐϐίοτος

εὔϐλαπτος

εὐϐλάστεια
εὔ·ϐλαπτος, ος, ον :
1 pass. facile à endommager, Arstt. G.A. 1, 12 ||
2 act. qui cause facilement du dommage, nuisible, Geop. 9, 9, 10.
Étym. εὖ, βλάπτω.