εὔϐλαπτος

εὐϐλάστεια

εὐϐλαστέω-ῶ
εὐϐλάστεια ou εὐϐλαστία, ας () végétation vigoureuse ou rapide, Th. C.P. 1, 20, 5.
Étym. εὐϐλαστής.