εὐϐότρυος

εὔϐοτρυς

εὐϐουλεύς
εὔ·ϐοτρυς, υς, υ, gén. υος, aux belles grappes de raisin, Soph. Ph. 548 ; Anth. 9, 668.
Étym. εὖ, βότρυς.