εὐϐούλως

εὔϐους

εὐϐρεχής
εὔ·ϐους (ὁ, ἡ) riche en bœufs, riche en troupeaux, Hh. Ap. 54 (acc. εὔϐουν, vulg. εὔϐων).
Étym. εὖ, βοῦς.