Εὔϐουλος

εὐϐούλως

εὔϐους
εὐϐούλως, adv. avec prudence ou sagesse ; au cp. -ότερον, DC. 43, 16 ; au sup. -ότατα, Geop. 5, 16, 1.
Étym. εὔϐουλος.