εὔχειρ

εὐχειρία

εὐχείρωτος
εὐχειρία, ας () habileté de main, dextérité, Hpc. Art. 802 ; cf. Pol. 11, 13, 3 ||
E Ion. -ίη, Hpc. l. c.
Étym. εὔχειρ.