εὐχειρία

εὐχείρωτος

εὐχέρεια
εὐ·χείρωτος, ος, ον, facile à prendre, à soumettre, Eschl. Pers. 452 ; Xén. Hell. 5, 3, 4 ||
Cp. -ότερος, DC. 36, 7 ; sup. -ότατος, Xén. Cyr. 1, 6, 36, etc.
Étym. εὖ, χειρόω.