εὐγώνιος

εὐδαίδαλος

εὐδαιμονέω-ῶ
εὐ·δαίδαλος, ος, ον [] artistement travaillé, Bacchyl. 17, 88 ; fr. 15, 4 ; Anth. 1, 16.
Étym. εὖ, δαίδαλος.