εὔγυρος

εὐγώνιος

εὐδαίδαλος
εὐ·γώνιος, ος, ον, aux angles réguliers, Eur. Ion 1037 ; Xén. Œc. 4, 21 ; Arstt. Probl. 15, 11, 1, etc.
Étym. εὖ, γωνία.