εὐδαιμονικῶς

εὐδαιμόνισμα

εὐδαιμονισμός
εὐδαιμόνισμα, ατος (τὸ)
1 chose en quoi l’on fait consister le bonheur, Plat. Ep. 354c ||
2 félicitation, App. Civ. 4, 16.
Étym. εὐδαιμονίζω.