εὐδία

εὐδιάϐατος

εὐδιάϐλητος
εὐ·διάϐατος, ος, ον [ᾰᾰ] facile à traverser, Xén. Hell. 4, 2, 6 ; Plut. M. 1117d.
Étym. εὖ, διαϐαίνω.