εὐδιάϐατος

εὐδιάϐλητος

εὐδιαϐόητος
εὐ·διάϐλητος, ος, ον, c. εὐδιάϐολος, Chrysipp. (Plut. M. 1040b).
Étym. εὖ, διαϐάλλω.