εὐδιάχυτος

εὐδιαχώρητος

εὐδιάω
εὐ·διαχώρητος, ος, ον :
1 digestif, Arstt. Probl. 11, 8 ||
2 qui va facilement à la selle, Xénocr. Al. 31.
Étym. εὖ, διαχωρέω.