εὐδιαφόρητος

εὐδιάχυτος

εὐδιαχώρητος
εὐ·διάχυτος, ος, ον [] facile à liquéfier, à dissoudre, Arstt. Probl. 1, 42 ; Th. C.P. 3, 2, 6, Plut. M. 901b.
Étym. εὖ, διαχέω.