εὐδιαϐόλως

εὐδιάγνωστος

εὐδιάγωγος
εὐ·διάγνωστος, ος, ον, facile à distinguer, Nicom. Harm. p. 4, 4 ||
Sup. -ότατος, Gal. 14, 63.
Étym. εὖ, διαγιγνώσκω.