εὐδιαθέτως

εὐδιαῖος

εὐδιαίρετος
εὐδιαῖος, ου () trou de la sentine d’un navire, Plut. M. 699f.
Étym. εὔδιος.
εὐδιαῖος, ου, adj. m. qui donne le repos, Sophr. (Ath. 324e).
Étym. εὐδία.