εὐδιαῖος

εὐδιαίρετος

εὐδιαίτερος
εὐ·διαίρετος, ος, ον :
1 bon ou facile à diviser, Arstt. Phys. 4, 8, 10 ; P.A. 2, 8, 10 ; Th. H.P. 7, 13, 1 ||
2 facile à démonter (machine) Phil. byz. ||
Cp. -ώτερος, Arstt. Cæl. 4, 6.
Étym. εὖ, διαιρέω.