εὐδιακόσμητος

εὐδιάκριτος

εὐδιάλλακτος
εὐ·διάκριτος, ος, ον [ρῐ] facile à discerner, Dysc. Adv. 574, 24 ; Gal. 2, 200.
Étym. εὖ, διακρίνω.