εὐδιάκριτος

εὐδιάλλακτος

εὐδιαλλάκτως
εὐ·διάλλακτος, ος, ον, facile à réconcilier, qui se laisse fléchir, DH. 4, 38 ; Plut. M. 332c, 337c.
Étym. εὖ, διαλλάσσω.