εὐδιάφθορος

εὐδιαφορέω-ῶ

εὐδιαφορησία
εὐ·διαφορέω-ῶ, être excellent, sel. d’autres, faire digérer facilement, Geop. 19, 6, 12.
Étym. εὖ, διαφορέω.