εὐδιαφορέω-ῶ

εὐδιαφορησία

εὐδιαφόρητος
εὐδιαφορησία, ας () facilité à évacuer par sécrétion ou par transpiration, Sor. Obst. p. 33 Erm.
Étym. εὐδιαφόρητος.