εὐδιανός

εὐδιάπνευστος

εὐδιάπνοος-ους
εὐ·διάπνευστος, ος, ον :
1 qui s’évapore facilement, Th. Od. 39 ; Ath. 26e ||
2 qui facilite la transpiration, Ath. méd. 227 Matthäi.
Étym. εὖ, διαπνέω.