εὐδιάπνευστος

εὐδιάπνοος-ους

εὐδιάπτωτος
εὐ·διάπνοος-ους, οος-ους, οον-ουν, c. le préc. Arstt. P.A. 3, 9, 2.
Étym. εὖ, διαπνέω.