Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐδιάπτωτος
εὐδιάρπαστος
εὐδιάσειστος
εὐ·διάρπαστος,
ος, ον,
facile à piller,
Bas.
1, 42, 463
.
Étym.
εὖ, διαρπάζω
.