εὐδιάπνοος-ους

εὐδιάπτωτος

εὐδιάρπαστος
εὐ·διάπτωτος, ος, ον, qui tombe ou échappe facilement, Porph. ad Marcell. p. 46.
Étym. εὖ, διαπίπτω.