εὐδινός

εὐδίοδος

εὐδιοίκητος
εὐ·δίοδος, ος, ον :
1 pass. facile à traverser, Th. H.P. 1, 7, 1 ||
2 act. qui transpire facilement, Arstt. Probl. 8, 4.
Étym. εὖ, δίοδος.