εὐδίοδος

εὐδιοίκητος

εὐδίολκος
εὐ·διοίκητος, ος, ον, facile à digérer, Xénocr. Al. 33, 35, 73 ; Gal. 14, 736, 751.
Étym. εὖ, διοικέω.