εὐελπιστέω-ῶ

εὐελπιστία

εὐέμϐατος
εὐελπιστία, ας () bon espoir, Arstt. Nic. 3, 8 ; Pol. 11, 3, 6 ; 18, 5, 10.
Étym. εὐέλπιστος.