εὐελπιστία

εὐέμϐατος

εὐέμϐλητος
εὐ·έμϐατος, ος, ον []
1 d’accès facile, Chion. Ep. 15 ||
2 act. qui entre facilement, Hpc. Acut. 395.
Étym. εὖ, ἐμϐαίνω.