εὐέξοδος

εὐεπάγωγος

εὐεπαίσθητος
εὐ·επάγωγος, ος, ον [] qui se laisse amener sans peine à, πρός et l’acc. Pol. 31, 13, 5.
Étym. εὖ, ἐπάγω.