εὐεπίϐολος

εὐεπιϐούλευτος

εὐεπίϐουλος
εὐ·επιϐούλευτος, ος, ον, exposé aux embûches, aux attaques, Str. 100 ||
Cp. -ότερος, Xén. Cyr. 8, 4, 3 ; DC. 38, 31.
Étym. εὖ, ἐπιϐουλεύω.