εὐεπιϐούλευτος

εὐεπίϐουλος

εὐεπίγνωστος
εὐ·επίϐουλος, ος, ον, habile à dresser des embûches, Ptol. Tetr. p. 162, 1 ; 163, 11.
Étym. εὖ, ἐπιϐουλεύω.