εὐεπίγνωστος

εὐεπίδρομος

εὐεπίη
εὐ·επίδρομος, ος, ον, où il est facile de courir, Thém. 288, 23.
Étym. εὖ, ἐπιδραμεῖν, de ἐπιτρέχω.