εὐεπίϐουλος

εὐεπίγνωστος

εὐεπίδρομος
εὐ·επίγνωστος, ος, ον, facile à connaître, Corn. 28 ; Artém. 4, 84.
Étym. εὖ, ἐπιγιγνώσκω.