εὐεπιφορία

εὐεπίφορος

εὐεπιφόρως
εὐ·επίφορος, ος, ον, porté à, enclin à, εἰς, πρός, ἐπί et l’acc. Clém. 551.
Étym. εὖ, ἐπιφέρω.