εὐεπίτευκτος

εὐεπιφορία

εὐεπίφορος
εὐεπιφορία, ας ()
1 facilité, moyen de faire qqe ch. Sext. P. 1, 181 ||
2 penchant, inclination, Clém. 507.
Étym. εὐεπίφορος.