εὐεπίμικτος

εὐεπιπόλαστος

εὐεπίστρεπτος
εὐ·επιπόλαστος, ος, ον, qui reste ou revient facilement à la surface, Sor. Obst. p. 168 Erm.
Étym. εὖ, ἐπιπολάζω.