εὐεπιπόλαστος

εὐεπίστρεπτος

εὐεπίτακτος
εὐ·επίστρεπτος, ος, ον, qu’on tourne facilement, ἐπί et l’acc. App. Lib. 50.
Étym. εὖ, ἐπιστρέφω.