εὐεπίτακτος

εὐεπίτευκτος

εὐεπιφορία
εὐ·επίτευκτος, ος, ον, opportun, qui arrive heureusement, Anon. (Suid. vo βασιλίσκος).
Étym. εὖ, ἐπιτυγχάνω.