εὐεξάγωγος

εὐεξάλειπτος

εὐεξανάλωτος
εὐ·εξάλειπτος, ος, ον [] facile à effacer, Xén. Hell. 2, 3, 53, au cp. -ότερος.
Étym. εὖ, ἐξαλείφω.