εὐεξάλειπτος

εὐεξανάλωτος

εὐεξαπάτητος
εὐ·εξανάλωτος, ος, ον [ᾰᾱ] facile à digérer, Hpc. 383, 10.
Étym. εὖ, ἐξαναλίσκω.