εὐεξαπάτητος

εὐέξαπτος

εὐεξάρτητος
εὐ·έξαπτος, ος, ον, facile à allumer, à enflammer, M. Ant. 9, 9 ; Gal. 13, 9.
Étym. εὖ, ἐξάπτω.